Γράφει ο/η Αναστάσιος Κων. Βαβούσκος, Δρος Νομικής – Δικηγόρος
09.09.09
Η εκκλησιαστική δικαιοσύνη είναι ένας θεσμός, ο οποίος σε γενικές γραμμές λειτουργούσε μέχρι πρότινος μακριά από
τα φώτα της δημοσιότητας, ήρθε όμως στο προσκήνιο μετά τα σχετικώς πρόσφατα λυπηρά γεγονότα εμπλοκής κληρικών σε διαφόρων ειδών «σκάνδαλα» και τις αποφάσεις που αυτή κλήθηκε να λάβει.
Εκτός όμως αυτής της διαπιστώσεως, αναπόφευκτη είναι και μια άλλη διαπίστωση. Ότι το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου ο θεσμός αυτός λειτουργεί, έχει αρκετές ατέλειες. Ατέλειες, οι οποίες οφείλονται όχι μόνον στην παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος από την ψήφιση του ισχύοντος νόμου (η ψήφισή του έγινε το 1932), αλλά και στην εξέλιξη και εκσυγχρονισμό του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης εν γένει.
Χωρίς να πρέπει κατά την γνώμη μου να παραλείψουμε και την ασυμφωνία των διατάξεων του νόμου αυτού με τις σχετικές διατάξεις των ιερών κανόνων, που ακόμα και στις μέρες μας βρίσκουν έρεισμα.
Η ανάγκη για την εξάλειψη των ατελειών αυτών οδήγησε στην σύνταξη τριών Σχεδίων Νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Το πρώτο συνετάγη το 1983 από Επιτροπή, που ορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος, κατόπιν αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Το δεύτερο συνετάγη το 1988 από τον Καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Χαράλαμπο Παπαστάθη. Το τρίτο συνετάγη επί των ημερών μας από μικτή Επιτροπή Πολιτείας και Εκκλησίας. Και τα τρία Σχέδια έμειναν απλώς Σχέδια.
Στο παρόν άρθρο θα γίνει μια προσπάθεια καταγραφής των κυριοτέρων κατά την άποψή μου ατελειών του ισχύοντος νόμου. Και υπάρχουν, πράγματι, πλείστα όσα αδύνατα σημεία στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, τα οποία θα πρέπει να τεθούν προφανώς υπό συζήτησιν. Τα σημεία αυτά είναι:
1) η απαγκίστρωση των ποινών διοικητικής φύσεως (π.χ. στέρηση μισθού) από την αρμοδιότητα των Μητροπολιτών ως δικαστών και ανάθεση σ’ αυτούς της αρμοδιότητας για επιβολή ποινών πνευματικού χαρακτήρα.
Η πρόβλεψη αυτή θα συμβάλλει και στην επίλυση του προβλήματος της νομικής φύσεως των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και κατ’ επέκτασιν θα διευκολύνει και το έργο του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο θα επιλαμβάνεται πλέον των υποθέσεων που θα αφορούν αποφάσεις των Μητροπολιτών, που εκδίδονται υπό την ιδιότητά των ως διοικητικών οργάνων και όχι ως δικαστών.
2) η επιλογή των μελών των Συνοδικών Δικαστηρίων από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και όχι από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Η ρύθμιση αυτή έχει δύο πλεονεκτήματα.
Το πρώτο είναι αυτό της επιλογής των εκκλησιαστικών δικαστών από ευρύτερο αριθμητικώς όργανο, με αποτέλεσμα να συγκροτούνται πιο «απρόσωπα» τα πολυμελή εκκλησιαστικά δικαστήρια και να διασφαλίζεται ακόμη περισσότερο η αμεροληψία των εκκλησιαστικών δικαστών. Το δεύτερο είναι αυτό της επιλογής των εκκλησιαστικών δικαστών από το το όργανο, που είναι και πραγματικά το διοικητικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
3) η ένταξη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως δικαστηρίου στο σύστημα απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης μέσω της ενσωματώσεως της σχετικής διατάξεως του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 44 πργφ. 2) στο νέο νόμο.
Η διάταξη του συγκεκριμένου άρθρου προβλέπει την άσκηση εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και από τους Μητροπολίτες της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, εξισώνοντάς τους με αντιστοίχους των Ν. Χωρών.
Ουσιαστικώς, πρόκειται για δικονομική διάταξη, η οποία θα πρέπει να ενταχθεί και οργανικώς στο σύνολο των διατάξεων περί εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, που θα προκύψει ελπίζω με την ψήφιση από το ελληνικό Κοινοβούλιο ενός νέου Σχεδίου.
4) ο επαναπροσδιορισμός της κατά τόπον αρμοδιότητας κρίσεως των παραπτωμάτων των μοναχών σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις των ιερών κανόνων, και με ειδική πρόβλεψη για τα Πατριαρχικά Σταυροπήγια καθώς και τα μετόχια του Παναγίου Τάφου και της Μονής Σινά, τα οποία δεν υπάγονται στις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος συμφώνως προς ρητή διάταξη (άρθρο 49 πργφ. 8).
5) η κατάργηση της αρμοδιότητας κατά την ποινή, η οποία, ενώ δεν προβλέπεται από τους ιερούς κανόνες, προβλέπεται στο άρθρο 12 του ν. 5383/1932 και η οποία θα συμπαρασύρει – και ορθώς κατά την άποψή μου – και την κατάργηση του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου ως κατά παραπομπήν πρωτοβαθμίου εκκλησιαστικού δικαστηρίου, ρύθμιση η οποία είναι απαραίτητη, προκειμένου να καταργηθεί ο ανεπίτρεπτος αυτός διπολισμός στην κρίση παραπτωμάτων κληρικών και μοναχών.
6) η αναθεώρηση του άρθρου 23 του ν. 5383/1932 που αφορά στην αρμοδιότητα του Πρωτοβαθμίου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, ούτως ώστε να περιληφθούν στο πεδίο αρμοδιότητας του Δικαστηρίου αυτού και οι αρχιερείς που διαπράττουν κανονικό παράπτωμα εντός των γεωγραφικών ορίων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ανήκουν όμως σε διαφορετικό κλίμα, όπως άλλωστε προβλέπεται από το Κανονικό Δίκαιο.
7) η κατάργηση του Δικαστηρίου για τους Συνοδικούς, διότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας μεταξύ ομοιοβάθμων κληρικών, εισάγοντας διαφορετική μεταχείριση για τους αρχιερείς – μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου έναντι των υπολοίπων αρχιερέων – μελών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (απαγόρευση εφέσεως για τα παραπτώματα κατά το διάστημα που είναι μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου).
8) η κατάργηση του μονομελούς δικαστηρίου του άρθρου 11 πργφ. 3 (δικαστής ο Μητροπολίτης μόνος), διότι παραβιάζει βασικά δικαιώματα του κατηγορουμένου κληρικού, όπως το δικαίωμα υπερασπίσεως και το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως. Κυρίως όμως καταργεί τον θεσμό του φυσικού δικαστή, αφού η επιλογή της συνοπτικής διαδικασίας του άρθρου αυτού δεν ρυθμίζεται από τον νόμο αλλά ανήκει στην διακριτική ευχέρεια του Μητροπολίτη και κριτή του κατηγορουμένου.
9) η κατάργηση της αποκλειστικής αριθμήσεως των ποινών, που παρέχουν δικαίωμα εκκλήτου ενώπιον της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
10) η αποσαφήνιση της υπαγωγής ή μη των λαϊκών στην αρμοδιότητα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, καθώς και η συμμετοχή αυτών στην απονομή αυτής.
11) η επανεξέταση των δικαιούχων προς άσκηση εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου με προοπτική επεκτάσεως του δικαιώματος στους υπολοίπους κληρικούς και στους μοναχούς, όπως προβλέπεται από την κανονική νομοθεσία.
12) ο καθορισμός των περιοχών, που λόγω των διαφορετικών εκκλησιαστικών καθεστώτων δεν υπάγονται στο νομοθετικό πλαίσιο της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης στην Εκκλησία της Ελλάδος.
13) η απαγόρευση - στο Επισκοπικό Δικαστήριο - αναλήψεως καθηκόντων ανακριτή και διωκτικής Αρχής από τον Μητροπολίτη, ο οποίος στη συνέχεια κρίνει κατά το ισχύον καθεστώς και ως δικαστής. Θα ήταν σκόπιμη η δημιουργία εισαγγελικού σώματος, του οποίου τα μέλη θα αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της διωκτικής Αρχής.
14) η αναγνώριση και στον κατήγορο, όποτε υπάρχει, του δικαιώματος να παρίσταται με συνήγορο και να υποβάλλει αιτήσεις εξαιρέσεως.
15) η άρση της απαγορεύσεως καταθέσεως αιτήσεως εξαιρέσεως κατά του Μητροπολίτη, ως προέδρου του Επισκοπικού Δικαστηρίου, και η κατοχύρωση αντιστοίχως του δικαιώματος προσφυγής του αιτούντος την εξαίρεση είτε σε όμορο Μητροπολίτη είτε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
16) η ρητή απαγόρευση στους Μητροπολίτες, στους μοναχούς, στους ιερομονάχους και στους δοκίμους μοναχούς να παρίστανται ως συνήγοροι ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων.
Τα δεκαέξι αυτά σημεία δεν είναι σίγουρα τα μόνα, τα οποία χρειάζεται να εξετασθούν και να αναθεωρηθούν. Είναι όμως αρκετά για να καταδείξουν την αναγκαιότητα επανατοποθετήσεως του θεσμού της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης σε νέες βάσεις, συμβατές με βασικές αρχές που διέπουν την απονομή εν γένει της δικαιοσύνης.
Η επανατοποθέτηση, όμως, αυτή θεωρώ ότι δεν θα επιφέρει πλήρως τα επιθυμητά αποτελέσματα, αν δεν συνδυασθεί:
α) με την εξέταση των ρυθμίσεων των ιερών κανόνων, που μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία και την αφορμή για τη ρύθμιση ή θέση σε νέα βάση αρκετών από τα παραπάνω εκτεθέντα ζητήματα, όχι όμως και την πανάκεια για την λύση αυτών,
β) με την οργάνωση μετεκπαιδεύσεως των κληρικών στο νέο νομοθετικό πλαίσιο και στα συναφή με αυτό γνωστικά αντικείμενα (Κανονικό Δίκαιο, Γενικές Αρχές Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας) μέσω της ιδρύσεως Σεμιναρίων Εκκλησιαστικών Δικαστών. Ή ακόμη καλύτερα, αν και η πρόταση θα φαντάζει τολμηρή, η ίδρυση Σχολής Εκκλησιαστικών Δικαστών, στην οποία θα φοιτούν κατόπιν εξετάσεων κληρικοί στον βαθμό του διακόνου και του πρεσβυτέρου.
Η δε φοίτηση και λήψη του πτυχίου της Σχολής αυτής θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την περαιτέρω εξέλιξη στον βαθμό του Επισκόπου, αφού οι κληρικοί του βαθμού αυτού είναι επιφορτισμένοι με την αρμοδιότητα απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να σημειώσω ότι η σύσταση μιας νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αναδιάρθρωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, ούτως ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στα κελεύσματα των καιρών και στις προσδοκίες όλων, μελών και μη μελών της Εκκλησίας, αρκεί το Σχέδιο αυτό να λαμβάνει υπόψιν του τις ιδιαιτερότητες του εν γένει εκκλησιαστικού καθεστώτος στην Ελλάδα και – προπάντων – να καταλήξει να γίνει νόμος του Κράτους.
Εκείνο που απομένει είναι Πολιτεία και Εκκλησία να αδράξουν την ευκαιρία. Όσοι έχουμε σχέση με το αντικείμενο, είμαστε στην διάθεση των αρμοδίων.
(Ο Αν. Βαβούσκος είναι Διδάκτωρ του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με θέμα διδακτορικής διατριβής: «Θεμελιώδεις αρχές της εκκλησιαστικής δικονομίας της Εκκλησίας της Ελλάδος – Η αρχή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης», εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003. Έκτακτος Καθηγητής του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης).
Πηγή: http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3055&Itemid=2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου