Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Αίτηση από τον Πρώην Αττικής κ.κ. Νικόδημο Γκατζιρούλη στο ΣτΕ κατά της πράξεως εκλογής Ιλίου και Κηφισίας.

Σάββατο 31 Ιουλίου 2010





Αίτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατέθεσε ο Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος κ. Νικόδημος Γκατζιρούλης, κατά της πράξεως εκλογής της Ιεραρχίας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία εκλέχθηκε και τοποθετήθηκε ο Μητροπολίτης Ιλίου Αθηναγόρας και ο Μητροπολίτης Κηφισίας κ. Κύριλλος.

Η ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

ΑΙΤΗΣΗ

του Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου, κατά κόσμον Νικολάου Γκατζιρούλη, κατοίκου Αυλώνα Αττικής, Ιερά Μονή των Αγίων Πατέρων (Νέο Στούδιο), τηλ. 6977229796


ΚΑΤΑ 1. της Εκκλησίας της Ελλάδος, ν.π.δ.δ., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ιασίου αριθμός 1 και εκπροσωπείται νόμιμα και 2. του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από την κ. Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, κάτοικο Αθηνών ΠΕΡΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ:

α) της από 11.5.10 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία εκλέχθηκε και τοποθετήθηκε Μητροπολίτης της «Ιεράς Μητροπόλεως Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως» ο Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Δικαιάκος και β) του από 21.5.2010 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 195/1.6.2010), με το οποίο αναγνωρίσθηκε και καταστάθηκε ο ανωτέρω Μητροπολίτης της «Ιεράς Μητροπόλεως» αυτής(*). ________________________
(*) Όμοια η αίτηση κατά της πληρώσεως της «Ιεράς Μητροπόλεως Κηφισιάς, Αμαρουσίου και Ωρωπού» για την οποία εκλέχθηκε και τοποθετήθηκε ο Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Μισιακούλης. Αριθμοί καταθέσεων Σ.τ.Ε. 5784 και 5783/7-7-2010 αντίστοιχα.
Α Οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 11 παρ. 1 του Καταστατικού Χάρτου Αυτής και αυτές που ιδρύθηκαν νόμιμα με μεταγενέστερους νόμους. Η ίδρυση νέας Μητροπόλεως είναι δυνατή μόνο με νόμο, αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξουσιοδοτική διάταξη, που να επιτρέπει σε μόνη την Εκκλησία να ιδρύει Μητροπόλεις.
Κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του παραπάνω άρθρου, προκειμένου η Μητρόπολη, η οποία πρόκειται να ιδρυθεί, να αποτελεσθεί από εδαφικές περιοχές αποσπώμενες από υφισταμένη Μητρόπολη, πρέπει να προϋπάρχει απόφαση της ΙΣΙ, δημοσιευμένη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, που να καθορίζει την, προς ίδρυση της νέας Μητροπόλεως, εδαφική περιφέρεια, καθώς και την ονομασία και την έδρα αυτής.
Η απόφαση αυτή δεν λαμβάνεται κατά την ανεξέλεγκτη κρίση της ΙΣΙ, αλλά, κατά τη ρητή απαίτηση του Καταστατικού Χάρτου, «ως οι Ιεροί Κανόνες διακελεύουν».
Οι Ιεροί Κανόνες, που «διακελεύουν» τα του θέματος αυτού, καθίστανται από την αναφερθείσα διάταξη νόμοι του Κράτους, ώστε πρέπει, νόμιμα, σε κάθε περίπτωση ίδρυσης νέας Μητροπόλεως, να εφαρμόζονται. ελέγχεται δε η εφαρμογή τους από τα Δικαστήρια. Είναι αυτοί οι Ιεροί Κανόνες οι ΞΒ, 53 (ΝΓ) και ΞΕ, 56 (ΝΣΤ) της εν Καρθαγένη Τοπικής Συνόδου, άλλά και άλλοι (δείτε παραπομπές στο «Πηδάλιον της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας», έκδοση Αστέρος 1970, υπό τους κανόνες αυτούς, που εξαρτούν την ίδρυση νέας Επισκοπής (Μητροπόλεως) από την προηγουμένη γνώμη και άδεια «του άνωθεν και εξ αρχής ορίζοντος τους πιστούς Επισκόπου».
Από την παρατεθείσα διάταξη και τους αναφερομένους σε αυτήν Ιερούς Κανόνες, ισοδυνάμου, όπως ελέχθη και τονίζεται, ισχύος προς τη νομοθετική διάταξη, η οποία τους προβλέπει και επιβάλλει την εφαρμογή τους, παρέπεται ότι, προκειμένης ιδρύσεως νέας Μητροπόλεως με νομοθετική ρύθμιση, πρέπει να προϋπάρχει του νόμου αυτή η απόφαση της ΙΣΙ, και να προϋπάρχει αυτής η γνώμη και η άδεια του Μητροπολίτου, που έχει τη διαποίμανση των περιοχών, οι οποίες πρόκειται να αποσπασθούν από τη Μητρόπολή του.
Απαιτείται, δηλονότι, όπως και ο Ιερός Κανόνας ΡΘ 98 της Καρθαγένης ρητά ορίζει, «ο Επίσκοπος να στέρξη τούτο, υπό την Επισκοπήν του οποίου ευρίσκεται η παροικία, η μέλλουσα (τον νέον Επίσκοπον) λαβείν».
Προστίθεται ότι η ίδια συγκατάθεση των οικείων Ιεραρχών, προκειμένου να ιδρυθούν οι Μητροπόλεις του άρθρου 71 Κ.Χ. «δι’ αποσπάσεως περιοχών εξ υπαρχουσών ήδη Μητροπόλεων», όπως την προβλέπουν, τη συγκατάθεση, οι Ιεροί Κανόνες, ρητά αναγράφεται και σ’ αυτή τη διάταξη, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς το ότι, για την ίδρυση νέας Μητροπόλεως εξ αποσπάσεως τμήματος από υφισταμένη Μητρόπολη, που συνεπάγεται περιορισμό της εδαφικής περιφερείας αυτής, απαιτείται η συναίνεση του οικείου αυτής Ποιμενάρχου.
Επίσης και από το άρθρο 13.1 του ν.δ. 87/3.10.74, το οποίο επανέθεσε σε ισχύ τον παλαιό Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ν. 671/43, ορίζεται ότι «δια π. δ/τος, εκδιδομένου, μετά γνώμην της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και συγκατάθεσιν του οικείου Ιεράρχου, επί τη προτάσει του επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού, δύναται να συσταθώσι νέαι Ιεραί Μητροπόλεις».
Ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν διακράτησε, υπέρ της ΙΣΙ η της ΔΙΣ, αυτό το Κανονικό προνόμιο του «οικείου Ιεράρχου», αφού το δικαίωμα τούτο αντλείται από τους Ιερούς Κανόνες και εφαρμόζεται και από τη νομοθετική λειτουργία της Πολιτείας, που σεβάσθηκε και ανήγαγε τους Ιερούς Κανόνες αυτούς σε ισχύ νόμου, αλλά και από τη δικαστική λειτουργία, όπως οι ΣτΕ 4068/81 και 534/99 Τμ. Γ ΝοΒ 49, 2001, 323 επ. αποφάσεις, όπου «φυλάσσεται το κανονικό (από τους ίδιους παραπάνω Ιερούς Κανόνες) δικαίωμα του Αγιωτάτου Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου να παρέχει η όχι τη συναίνεσή του σε κάθε περίπτωση αντίστοιχη προς το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν.590/77, που ερμηνεύθηκε, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις του Καταστατικού Χάρτου και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του έτους 1928, ότι η μεταβολή της εδαφικής περιφέρειας ομόρων Μητροπόλεων, η οποία συνεπάγεται περιορισμό εκείνης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν είναι επιτρεπτή, παρά μόνο με τη συναίνεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ούτε τα ανώτατα εκκλησιαστικά διοικητικά όργανα ΙΣΙ και ΔΙΣ, μόνα, ούτε καν ο νόμος, μόνος (δίχως τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτου ως προς την απαιτούμενη συναίνεση του οικείου Επισκόπου), δύνανται να προσδιορίσουν νέα όρια της οποιασδήποτε υπάρχουσας μητροπολιτικής περιφέρειας, πολύ δε περισσότερο, την εξαφάνιση ολόκληρης της περιφέρειας αυτής, για τη δημιουργία, στο χώρο της, νέων Μητροπόλεων.
Κάθε παράβαση του νόμου και των, ισοδυνάμων του νόμου, παραπάνω Ιερών Κανόνων, ιδρύει ακυρότητα των πράξεων εκλογής και των διαταγμάτων αναγνωρίσεως και καταστάσεως νέων Μητροπολιτών σε τέτοιες «νέες» Μητροπόλεις, που ιδρύθηκαν δίχως τις παραπάνω νομικές και κανονικές προϋποθέσεις.
Β 1. Το έτος 1968 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με εξέλεξε Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος και εκδόθηκε το διάταγμα καταστάσεώς μου, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 147/14.7.68.
Ως Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος αναγνωρίσθηκα κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες και εποίμανα κανονικά και νόμιμα τη Μητρόπολή μου συνεχώς επί 6 περίπου έτη. 2. Την 16.5.74 το ν.δ. 411/74, άρθρο 2 (ΦΕΚ 134/16.5.74), δίχως τη θέλησή μου και την απαιτουμένη κανονική συγκατάθεσή μου, τριχοτόμησε τη Μητρόπολή μου και ίδρυσε τις επί μέρους Μητροπόλεις:
α) «Μεγάρων και Σαλαμίνος» και β) «Μεσογαίας και Λαυρεωτικής», τη δε, κατά την υπολειφθείσα έκτασή της, Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος μετονόμασε σε «Ιερά Μητρόπολη Αττικής».
Υπό το τότε πολιτειακό καθεστώς (είχε ήδη δημοσιευθεί η συντακτική πράξη 3/9.1.74), δεν ήταν δυνατή για μένα η οποιαδήποτε νόμιμη αντίδραση σ’ αυτές τις παράνομες και αντικανονικές παρεμβάσεις στη Μητρόπολή μου και, ενώ είχα διακρατήσει τα κανονικά ποιμαντικά δικαιώματά μου, που δεν μπορούσαν να μου τα αφαιρέσουν, στη Μητροπολιτική περιφέρεια, για την οποία εκλέχθηκα, περιορίσθηκα, αναγκαστικά, στα διοικητικά καθήκοντά μου στην «Ιερά Μητρόπολη Αττικής».
Στις αποσπασθείσες περιοχές της Μητροπόλεώς μου τοποθετήθηκαν άλλοι Ιεράρχες, οι οποίοι, έκτοτε, άχρι και σήμερα, παρά τους λόγους που ακούγονται, περί αναγνωρίσεως του προσώπου μου ως του μόνου κανονικού Μητροπολίτου της Μητροπόλεώς μου, παραμένουν στις περιοχές αυτές ως αντικανονικοί και συντηρούν το από τότε σοβούν «εκκλησιαστικό πρόβλημα».
3. Την 16.7.74, αποκλειστικά και μόνο με την παραπάνω συντακτική πράξη 3/74 (ακολούθησε και η συντακτική πράξη 7/74), από μία Ιεραρχία αποτελεσθείσα από μόλις 32 Ιεράρχες, ενώ αποκλείσθηκαν 34, κηρύχθηκα «έκπτωτος», μαζί με άλλους 11 Μητροπολίτες.
Δίχως κατηγορία, δίχως δικαστική διαδικασία, δίχως να κληθώ να ακουσθώ. Τίποτε από όλα αυτά που καθιερώνουν από αιώνες οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας και οι νόμοι όλων των πολιτισμένων Κρατών.
Με τις ίδιες συντακτικές πράξεις καθιερώθηκε το «απαράδεκτο» προσβολής των εκπτώσεών μας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και κάθε άλλου Δικαστηρίου.
4. Το έτος 1988 παραχωρήθηκε η δυνατότητα σε μας, τους «έκπτωτους Μητροπολίτες», να ζητήσουμε την ακύρωση των εκπτώσεών μας και το ΣτΕ με αποφάσεις του τις ακύρωσε. Η απόφαση που ακύρωσε τη δική μου έκπτωση έχει λάβει τον αριθμό 3803/30.10.90.
Η Διοικούσα Εκκλησία (οι καταλαβόντες τις θέσεις μας Μητροπολίτες) εξεδήλωσε την αντίδρασή της στην αποκατάστασή μας και οι διοικητικές δίκες κλιμακώθηκαν μέχρι που η, μέχρι και σήμερα ισχύουσα, 1028/11.6.1993 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ έκρινε αμετάκλητα, ότι, μετά την ακύρωση των εκπτωτικών πράξεων, μόνοι νόμιμοι και εν ενεργεία Μητροπολίτες είμαστε, στην Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης ο μακαριστός ήδη Κυρός Θεολόγος, στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων ο μακαριστός επίσης Κυρός Κωνσταντίνος Σακελλαρόπουλος και στην Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος εγώ, καθώς και ότι εμείς μόνον μπορούσαμε να μετέχουμε για τις Μητροπόλεις μας στα συλλογικά διοικητικά όργανα της Εκκλησίας. Αυτά είπε η Ολομέλεια, παρά την ύπαρξη, τότε, στις Μητροπόλεις μας (αντικανονικώς και παρανόμως) των, εν τω μεταξύ καταλαβόντων τις θέσεις μας, αντικαταστατών μας.
Στα τρία τμήματα της δικής μου Μητροπόλεως ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα τρεις παρανόμως και αντικανονικώς εισχωρήσαντες Μητροπολίτες, παρά ταύτα, όμως, η παραπάνω απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ αναγνώρισε εμένα ως το νόμιμο και εν ενεργεία Μητροπολίτη ολοκλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, που έλυσε αμετάκλητα το χρονίζον «εκκλησιαστικό πρόβλημα» και ο Σεβασμιώτατος Θεολόγος και εγώ επανήλθαμε στις θέσεις μας και στα καθήκοντά μας.
Οι τότε διοικούντες την Εκκλησία, προ αυτού του, γι’ αυτούς, «αδιεξόδου», αντί να συμμορφωθούν και να αποκαταστήσουν την έννομη και κανονική τάξη στην Εκκλησία, που με τις εσφαλμένες επιλογές τους προσέβαλαν, επινόησαν «ελαφρά τη καρδία» (κατά την επισήμανση του ήδη μακαριστού Μητροπολίτου Λαγκαδά Κυρού Σπυρίδωνος), να προβούν στις εξής, εις βάρος μας, αυθαίρετες ενέργειες.
Μας επέβαλαν, πάλι, δίχως κατηγορία, δίχως κλήση, δίχως απολογία, δίχως δίκη, μία «κύρωση» ακατανόητη, που, ούτε ποινή είναι, αφού ο νόμος δεν την προβλέπει στο κατά των Μητροπολιτών ποινολόγιο, ούτε οι Ιεροί Κανόνες την προβλέπουν ως κανονική ποινή κατά Ιεράρχου, συνεπαγομένη, μάλιστα, κατά τούς Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, την έκπτωσή μας από τη θέση μας. Με μια ακατάληπτη απόφαση της Διαρκούς Ιερᾶς Συνόδου, της 10.8.1993, που δεν λήφθηκε, μάλιστα, με ομοφωνία, μας επέβαλαν το «επιτίμιο ακοινωνησίας».
Η Πολιτεία, με βάση το «επιτίμιο» αυτό, σε συνεννόηση με τη διοίκηση της Εκκλησίας, «πείσθηκε» και εξέδοσε νέο, από 19.4.94, διάταγμα απομακρύνσεώς μας από τη θέση μας (ΦΕΚ 41/20.4.94). Ετσι έγινα, από κοινού με τους παραπάνω συνεπισκόπους μου, για δεύτερη φορά, πάλι παράνομα και αντικανονικά, έκπτωτος.
Η ΣτΕ 2976/96 είπε ότι το επιτίμιο (αν και ήταν το υπόβαθρο του διατάγματος) «είναι πνευματικό θέμα και δεν το ελέγχει». Η ΣτΕ 2979/96 είπε ότι ο Υπουργός μπορούσε να ανακαλέσει το διάταγμα της καταστάσεώς μου με βάση το άρθρο 26 του Ν. 590/77. Παρείδε ότι το άρθρο αυτό ρυθμίζει το διορισμό και όχι την απομάκρυνση Μητροπολιτών και ότι την απομάκρυνσή τους τη ρυθμίζει αποκλειστικά το άρθρο 34 του ίδιου νόμου, μόνο ένεκα καθαιρέσεως η ισοβίου αργίας, δικαστικά, κατά το Ν. 5383/32, και αμετάκλητα επιβαλλομένης.
Αυτή η απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε από την 9/97 απόφαση του Δικαστηρίου Αγωγῶν Κακοδικίας «ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ», διότι, όπως γράφει, δέχθηκε απόψεις, που «δεν είναι αντικειμενικά υποστηρίξιμες». Προς την παραπάνω 9/97 απόφαση του Δικαστηρίου του άρθρου 99 του Συντάγματος συντάχθηκαν και τα Πολιτικά και τα Ποινικά Δικαστήρια.
Η 4740/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είπε ότι «με την απόφαση 1028/1993 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναγνωρίσθηκε ότι, μετά την απόφαση 3803/1990 του Ανωτάτου αυτού Δικαστηρίου αναβίωσε εξ υπαρχής το από 14.7.1968 β.δ. αναγνωρίσεως και καταστάσεως Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος του Νικοδήμου Γκατζιρούλη», ο οποίος είναι «ο νόμιμος εν ενεργεία Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής».
Αναφέρθηκε επίσης η ίδια απόφαση στην παραπεμπτική 934/1994 του Γ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας προς την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την οποία «το επιβληθέν επιτίμιο δεν συνεπάγεται και χηρεία του Μητροπολιτικού Θρόνου, δεδομένου ότι δεν αποτελεί καθαίρεση, ούτε έκπτωση από του θρόνου η αργία δια βίου (άρθρο 34 του ν. 590/1977) και επομένως, (ο Μητροπολίτης Νικόδημος) δεν εμποδίζεται να ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα».
Επίσης η 4603/24.5.07 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών επανέλαβε τη νομιμότητα και την κανονικότητα της εκλογής μου ως Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος, την ανάκληση, την 16.7.74, του βδ 147/68 της καταστάσεώς μου, αλλά και την 1028/1993 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ, που αναγνώρισε ότι «έχει αναβιώσει εξ υπαρχής το β.δ. 147/68 αναγνωρίσεως και καταστάσεώς μου ως Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος, της οποίας είμαι ο νόμιμος εν ενεργεία Μητροπολίτης».
6. Μετά το «επιτίμιο ακοινωνησίας» και το από 19.4.94 διάταγμα (ΦΕΚ 41/20.4.94), στη θέση μου, τοποθετήθηκε, αυτή τη φορά, με μετάθεση από τη Ζάκυνθο και με παράνομη διαδικασία, ο κατέχων και εκεί παράνομα και αντικανονικά τη θέση του, επίσης με τις συντακτικές πράξεις, εκπτώτου Μητροπολίτου Κυρού Αποστόλου, δύο χρόνια, μάλιστα, πριν κριθεί το θέμα δικαστικά, το έτος 1994, για τη δημιουργία τετελεσμένων.
Ο κληρικός αυτός ήλθε και ενθρονίσθηκε ως «Μητροπολίτης Αττικής» στη θέση μου με βία και αυθαιρεσία, παρά την ύπαρξη της 406/94 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ, περί αναστολής εκτελέσεως της πράξεως διορισμού του.
Εγώ, επίσης βίαια και αυθαίρετα, απομακρύνθηκα από το γραφείο μου στη Μητρόπολή μου, σε ώρα ασκήσεως των καθηκόντων μου, μετά από αστυνομική έφοδο, τήν25.9.1996 και, έκτοτε, ασκώ, μέχρι σήμερα, τα πνευματικά καθήκοντά μου έναντι του ποιμνίου μου, που προστρέχει στον τόπο της εκτοπίσεώς μου, στον ορεινό όγκο πάνω από τον Αυλώνα Αττικής, ο οποίος υπάγεται, χωρικά, στη Μητρόπολή μου.
Η διοίκηση της Μητροπόλεώς μου αφέθηκε επί έτη εις χείρας του ως άνω κληρικού και, μετά την, πρόσφατα, στην τάξη των μοναχών περιέλευσή του, επίσης επί έτη, καίτοι υπάρχοντος εμού του κανονικού και νομίμου Μητροπολίτου, εις χείρας τοποτηρητού μη νομίμου, αντικανονικώς και αυτού ποιμαίνοντος τη λεγόμενη «Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής», η οποία, όπως ελέχθη, δεν έχει ιδρυθεί σύμφωνα με την κανονική τάξη.
7. Τα «επιτίμια ακοινωνησίας» ήταν αυθαίρετα, ανυπόστατα και αναιτιολόγητα, εφ’ όσον ουδεμίαν υπαιτιότητα αποδίδουν σε μας τους τρεις Μητροπολίτες (Λαρίσης, Θεσσαλιώτιδος, Αττικής), στους οποίους επιβλήθηκαν.
Ήταν αντικανονικά, επειδή εις ουδένα Ιερό Κανόνα στηρίχθηκαν, ήταν δε και καταφανώς παράνομα, διότι παραβίασαν προκλητικά το άρθρο 34 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας, όπου ορίζονται τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, τα οποία δεν τηρήθηκαν.
Όχι μόνο δε η απόφαση του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, αλλά και πλείστοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, Μητροπολίτες και Ακαδημαϊκοί Δάσκαλοι, με δηλώσεις τους αποδοκίμασαν τα «επιτίμια ακοινωνησίας» και καταναλώθηκε μεγάλη ποσότητα μελάνης για να επικριθεί η απαράδεκτη αυτή μεθόδευση της Διοικούσας Εκκλησίας, χάριν της διασώσεως της εξουσίας των ευνοουμένων της, που «κατέκτησαν» τις Μητροπόλεις μας.
Ενδεικτικά: ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ. Τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
«Η κίνησις αυτή εντάσσεται στο επιμελώς εξυφανθέν σχέδιον αλώσεως των πλασματικώς θεωρουμένων ως εν χηρεία διατελουσών Μητροπόλεων Αττικής και Λαρίσης, προκειμένου να καταλάβουν αυτάς ύποπτα πρόσωπα, κινούμενα εις το εκκλησιαστικόν παρασκήνιον και ενδιαφερόμενα να προωθήσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες».
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ. Τότε Μητροπολίτης Πειραιώς. «Το πρόσχημα των δήθεν επιτιμίων κατά των Μητροπολιτών στερείται και κανονικότητος και νομιμότητος. Ούτε οι Ιεροί Κανόνες ούτε οι εκκλησιαστικοί νόμοι προβλέπουν ένα τέτοιο επιτίμιο δι’ Αρχιερείς».
ΣΕΡΑΦΕΙΜ. Μητροπολίτης Σταγών. «Το επιτίμιο επεβλήθη λόγω δικαιώσεώς των από το ΣτΕ. Δια τούτο ευρέθη το επιτίμιο, χωρίς να γίνει καμμιά διαδικασία».
ΣΠΥΡΙΔΩΝ. Μητροπολίτης Λαγκαδά. «Το επιτίμιο της ακοινωνησίας επεβλήθη σχεδόν δια βοής και ελαφρά τη καρδία».
ΚΩΝ. ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ. Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της Π.Ε.Θ. «Το επιβληθέν εις τους τρεις Μητροπολίτας εκ μέρους της ΔΙΣ επιτίμιον της ακοινωνησίας δεν προβλέπεται δια τους επισκόπους από κανένα Ιερόν Κανόνα και είναι κανονικώς ανυπόστατον, μη παράγον ουδέν αποτέλεσμα».
Το ότι «το επιτίμιο ακοινωνησίας ουδέν παράγει αποτέλεσμα» το δέχθηκε εμπράκτως και η ιδία η Εκκλησία της Ελλάδος, όταν η Πατριαρχική Σύνοδος επέβαλε αυτό το επιτίμιο στον τότε Αρχιεπίσκοπο Κυρό Χριστόδουλο. Ο μακαριστός Χριστόδουλος ουδόλως στερήθηκε των αρχιεπισκοπικών του καθηκόντων, προήδρευσε μάλιστα ακωλύτως και σε όλα τα όργανα της Εκκλησίας και της Συνόδου.
Το αυτό συνέβη, όταν το ίδιο επιτίμιο επέβαλε το αυτό Πατριαρχείο και στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κυρό Διόδωρο. Ουδεμιάς των αρμοδιοτήτων του στερήθηκε ο Πατριάρχης Διόδωρος και ιδιαίτερα αυτών του Πατριαρχικού του Θρόνου.
8. Συνεπώς, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, μέχρι και σήμερα, εγώ είμαι ο Κανονικός και Νόμιμος Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως με τον τίτλο Αττικής και Μεγαρίδος, εφ’ όσον ουδεμία νόμιμη και κανονική πράξη της Εκκλησίας η της Πολιτείας, υπάρχει που να στηρίζει τον ισχυρισμό της νομίμου και κανονικής απομακρύνσεώς μου από την Ιερά Μητρόπολή μου, για την οποία εκλέχθηκα, καταστάθηκα, αναγνωρίσθηκα και την οποία εποίμανα και εισέτι ποιμαίνω, κατά το μέτρον που μου παρέχει την ευχέρεια η βία και η χρήση και η κατάχρηση της εκκλησιαστικής και πολιτειακής εξουσίας, που ασκήθηκε εις βάρος μου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάληψη της θέσεώς μου από τον εκ μεταθέσεως κληρικό, που διέγραψε τον κύκλο του στη Μητρόπολη Αττικής, λόγω της σωρείας των παρανόμων πράξεών του (εκλογή του σε μη κενή θέση, πλαστότητα των ψηφοδελτίων που έκριναν την εκλογή του, ενθρόνισή του στη Μητρόπολη παρά την ύπαρξη αναστολής της καταστάσεώς του από το Συμβούλιο της Επικρατείας κλπ κλπ) δεν είναι καν διάδοχός μου, είναι πρόσωπο που το εγκατέστησαν για να αλλοτριώσει την κανονικότητα της εκκλησιαστικής διαδοχής και δεν αναγνωρίζεται, τώρα, βέβαια, και για ἄλλους λόγους, που δεν είναι του παρόντος, ως Μητροπολίτης πού δικαιούται να δόσει συναίνεση διασπάσεως της Μητροπόλεώς μου.
Τη συναίνεση αυτή, συνεπώς, δικαιούμαι, όταν ερωτηθώ, να τήν παραχωρήσω, η όχι, εγώ, ως ο «οἰκεῖος ποιμενάρχης», και ὁ κανονικός ποιμενάρχης και ο νόμιμος ποιμενάρχης μη επηρεαζομένης της θέσεώς μου από τη βία που έχει ασκήσει εις βάρος μου ἡ εξουσία των συνεπισκόπων μου, πού με κρατούν, όσο μπορούν, μακρυά από το ποίμνιό μου, στην εξορία. Ουδέποτε, όμως, ερωτήθηκα και ουδέποτε έδοσα συναίνεση.
Γ 1. Πρόσφατα, πάλι αυθαίρετα, παράνομα και αντικανονικά, η Διοίκηση της Εκκλησίας, χρωμένη της εξουσίας της, αποφάσισε να μετέλθει, εναντίον μου, νέο, βλαπτικό του προσώπου μου, σχέδιο, προσθέτοντας και αυτό στην άλυσο των άκρως καταχρηστικών εις βάρος μου μεθοδεύσεών της. Αποφάσισε να διασπάσει τη Μητρόπολη Αττικής, όποια περιφέρεια της Μητροπόλεώς μου απέμεινε μετά το ν.δ. 411/74, σε δύο χωριστά τμήματα.
Το της Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού και το του Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως. Πρόδηλος και πρώτος σκοπός της ιδρύσεως αυτών των Μητροπόλεων, με δεύτερο την τοποθέτηση σ’ αυτές δύο νέων Μητροπολιτών της επιλογής των κρατούντων στην Εκκλησία, ήταν η απάλειψη από τα εκκλησιαστικά «δίπτυχα» του «τίτλου» της Μητροπόλεώς μου «Αττικής», ώστε «να μην υπάρχει για μένα «χώρος αποκαταστάσεώς μου».
Για να μην υπάρχει πλέον Μητρόπολη, ούτε κατ’ όνομα, που να αντιστοιχεί στην ανεξίτηλη εκλογή μου ως Ποιμενάρχου της Μητροπόλεως με τον παραπάνω τίτλο. Για να μην μπορώ να διεκδικήσω τη θέση μου.
2. Η Πολιτεία έσπευσε και παραχώρησε στην Εκκλησία το νόμο 3822/16.2.2010 (ΦΕΚ Α 21/16.2.2010), με το άρθρο 1 του οποίου διαίρεσε τη Μητρόπολη Αττικής στις εξής δύο Μητροπόλεις:

α) Ιερά Μητρόπολη Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως με έδρα το Ίλιο, στην εδαφική περιφέρεια της οποίας περιλαμβάνονται οι Δήμοι Ιλίου, Αχαρνών, Πετρουπόλεως, Άνω Λιοσίων, Καματερού, Ζεφυρίου, Αυλώνος, Φυλής, Θρακομακεδόνων και οι Κοινότητες Αφιδνών και Κρυονερίου
και β) Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, με έδρα την Κηφισιά, στην εδαφική περιφέρεια της οποίας περιλαμβάνονται οι Δήμοι Κηφισίας, Αμαρουσίου, Πεύκης, Μελισίων, Νέας Ερυθραίας, Μεταμορφώσεως, Λυκόβρυσης, Μαραθώνος, Νέας Μάκρης, Ωρωπίων, Αγίου Στεφάνου, Ἀνοίξεως, Διονύσου, Εκάλης, Καλάμου και Δροσιάς και οι Κοινότητες Ροδοπόλεως, Σταμάτας, Γραμματικού, Βαρνάβα, Καπανδριτίου, Μαλακάσας, Πολυδενδρίου, Συκαμίνου και Μαρκοπούλου Ωρωπού.
3. Την 11.5.10 η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος συνήλθε και εξέλεξε τον εις την αρχή αναφερθέντα Αρχιμανδρίτη ως «Μητροπολίτη» της κατονομασθείσης Ιεράς Μητροπόλεως.
4. Μία ημέρα μετά, την 12.5.10, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, πιεζομένη από καθολικό και επί έτη επαναλαμβανόμενο αίτημα πλήθους ορθοδόξων και πνευματικών ανθρώπων για άρση του επιτιμίου, που προκαλούσε πρόβλημα μέγα («δύσβατο οἰκόπεδο, που τους ταλαιπώρησε» το χαρακτήρισε Μητροπολίτης της Βόρειας Ελλάδας, που μάχεται ανέκαθεν για τη μη αποκατάστασή μου), αποφάσισε να άρει το «επιτίμιο», αλλά και πάλι εις βάρος μου, ως εξής:
Προκειμένου να μην έχω δυνατότητα επανόδου στη Μητρόπολή μου, μετά την άρση του «επιτιμίου», αφού την προτεραία «επλήρωσε» και τα δύο παραπάνω τμήματα της Μητροπόλεώς μου με νέους «Μητροπολίτες» θεωρώντας (προσχηματικώς) ότι αυτά τα τμήματα δεν είχαν εμένα τον κανονικό, εν ενεργεία και νόμιμο Μητροπολίτη τους, αποφάσισε μεν την «άρση του επιτιμίου της ακοινωνησίας», αλλά με τις εξής προϋποθέσεις:

«α) Το επιτίμιο αίρεται από της σήμερον (ex nunc) και όχι αναδρομικώς,
β) Δεν θίγονται οι έως σήμερα επελθούσες έννομες συνέπειες
και γ) Ότι θα αναγνωρίσω το διαμορφωθέν και υφιστάμενο νομοκανονικό καθεστώς των τεσσάρων Ιερών Μητροπόλεων, δηλαδή, Μεγάρων και Σαλαμίνος, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Κηφισίας, Ωρωπού και Αμαρουσίου και Ιλίου Αχαρνών και Πετρουπόλεως»!
Όλα αυτά ουσιαστικά σημαίνουν ότι η Ιεραρχία της Εκκλησίας αναγνώρισε και επίσημα ότι εγώ είμαι ο οικείος Μητροπολίτης που, για να είναι νόμιμη και κανονική η εκλογή των Μητροπολιτών, που «ανέδειξε» στα τμήματα της Μητροπόλεώς μου, πρέπει να έχουν τη συναίνεσή μου και πράγματι, με τις «προϋποθέσεις» της αποφάσεώς τους περί άρσεως του επιτιμίου, ουσιαστικά ζητούν την, έστω και εκ των υστέρων, συναίνεσή μου, που δεν την έχουν. Και την εκβιάζουν. Για να καλύψουν, «όπως-όπως», αυτά που δεν εφήρμοσαν, από τα επιτασσόμενα των Ιερών Κανόνων. Τα οποία ο Καταστατικός Χάρτης επιβάλλει, και στην Εκκλησία και στην Πολιτεία, να εφαρμόσουν.
5. Την 1.6.2010 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το από 21.5.2010 προεδρικό διάταγμα, με το οποίο ο παραπάνω εκλεγείς αναγνωρίσθηκε και καταστάθηκε «Μητροπολίτης» της εις την αρχή αναφερθείσης «Ιεράς Μητροπόλεως», δηλαδή του τμήματος της Μητροπόλεώς μου.

Δ Ήδη, με την αίτησή μου αυτή, ΖΗΤΩ να ακυρωθούν οι εις την αρχή προσβαλλόμενες πράξεις:

α) η από 11.5.2010 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία εκλέχθηκε και τοποθετήθηκε Μητροπολίτης της εις την αρχή «Ιεράς Μητροπόλεως» ο αναφερθείς Αρχιμανδρίτης
και β) το από 21.5.2010 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 195/1.6.2010), με το οποίο αναγνωρίσθηκε και καταστάθηκε, ο ανωτέρω, Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως αυτής, για τους παρακάτω λόγους ακυρώσεως και για όσους προσθέτους λόγους νόμιμα και εμπρόθεσμα θα προσθέσω με δικόγραφο προσθέτων λόγων.
ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ Ι. ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΝΟΜΩΝ. ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 3822/16.2.2010 i) Η Μητρόπολη στην οποία αναφέρονται οι προσβαλλόμενες πράξεις, δεν είναι κενή, έχει τον κανονικό και νόμιμο Μητροπολίτη της. Σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 25 Ν. 590/77) η πλήρωση ενός Μητροπολιτικού θρόνου δύναται να γίνει μόνο σε χηρεύσασα Μητρόπολη. Η Μητρόπολη βρίσκεται σε χηρεία, μόνον όταν αποβιώσει ο κανονικός και νόμιμος Μητροπολίτης αυτής, η όταν εκπέσει του θρόνου του κατά τους ορισμούς του νόμου (άρθρου 34 Ν. 590/77). Δηλαδή όταν ο Μητροπολίτης καταδικασθεί, προδήλως με κανονική πλήρη εκκλησιαστική δίκη, σε έκπτωση από το θρόνο του, η σε ισόβιο αργία, η αν κριθεί ανίκανος προς εκπλήρωση των καθηκόντων του, μετά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος. Στην περίπτωσή μου, ουδέν από αυτά έχει συμβεί.
Ούτε με κατηγόρησαν για ο,τιδήποτε.
Ούτε δίκη διεξήγαγαν εις βάρος μου.
Ούτε με κάλεσαν σε απολογία.
Ούτε με καταδίκασαν.
Όχι μόνο σε έκπτωση από το θρόνο μου η σε αργία, όπως προβλέπει το άρθρο 34 του Καταστατικού Χάρτου, αλλά ούτε και σε οποιαδήποτε άλλη, έστω και ελάχιστη ποινή.
Μετά από αυτά, εγώ συνεχίζω να είμαι ο νόμιμος και κανονικός και εν ενεργεία Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος, όλα δε τα όσα μεθοδεύθηκαν εις βάρος μου, η τριχοτόμηση της Μητροπόλεώς μου, οι τοποθετήσεις αντικαταστατών μου στα τμήματά της, το επιτίμιο, τα διατάγματα ανακλήσεως της καταστάσεώς μου και ο,τι άλλο σχεδίασε εις βάρος μου η διοίκηση της Εκκλησίας, είναι εντελώς ξένα και στους Ιερούς Κανόνες και στο Νόμο, γι’ αυτό και κρίθηκαν ότι συνθέτουν «απόψεις μη αντικειμενικά υποστηρίξιμες», που στηρίζουν «εσφαλμένες» αποφάσεις.
Συνεπώς ο παραπάνω εκλεγείς και κατασταθείς ως Μητροπολίτης της αναφερθείσης Ιεράς Μητροπόλεως εκλέχθηκε, τοποθετήθηκε, αναγνωρίσθηκε και καταστάθηκε σε τμήμα της μη χηρεύουσας Μητροπόλεώς μου, άλλως, σε μη νομίμως συνεστημένη (ανύπαρκτη) Μητρόπολη, και έτσι οι προσβαλλόμενες πράξεις (εκλογή και το επακολουθήσαν π.δ. μέσα στα πλαίσια της σύνθετης διοικητικής ενέργειας) παραβίασαν ευθέως το νόμο (τα άρθρα 25, 34, 11.2 κ.α. Ν. 590/77), κατά τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στα παραπάνω κεφάλαια της παρούσας Β και Γ και πρέπει να ακυρωθούν.
Ειδικότερα, πρέπει να γίνουν δεκτά τα εξής: Εγώ έχω αναγνωρισθεί νομίμως και αμετακλήτως ότι είμαι ο νόμιμος και εν ενεργεία Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος (διάταγμα αναγνωρίσεως και καταστάσεώς μου ΦΕΚ 147/14.7.68, ΣτΕ Γ Τμ. 3803/90, ΣτΕ Ολομ. 1028/93, καθολική ενδοεκκλησιαστική αναγνώρισή μου).
Το «επιτίμιον της ακοινωνησίας», για το οποίο, ούτε καν θα έπρεπε να γίνεται λόγος, επειδή δεν επηρεάζει ούτε την πνευματική ούτε τη διοικητική θέση μου, προκάλεσε, δίχως βάσιμο νομικό λόγο, τη διαφορά που εκθέτω στα κεφάλαια Β5 έως Β8, όπου, για την αποφυγή επαναλήψεων, αναφέρομαι, για την υποστήριξη του αληθούς δεδομένου ότι δεν υπάρχει «επιτίμιο», δεν υπάρχει νόμιμη απομάκρυνσή μου από τη Μητρόπολή μου.
Εγώ είμαι ο κανονικός και νόμιμος Μητροπολίτης της Μητροπόλεώς μου, γεγονός που εμποδίζει την εκλογή του οποιουδήποτε Μητροπολίτου σε οποιοδήποτε τμήμα της Μητροπόλεώς μου. ii) Οι προσβαλλόμενες παραβίασαν τους νόμους και τους ιερούς κανόνες, που στηρίζουν τη δική μου κανονικότητα και τη νομιμότητα στην αναφερθείσα Μητρόπολή μου, η οποία δεν είναι κενή. Από πλευράς των καθ’ ων προβάλλεται η επιχειρηματολογία ότι υπάρχουν οι αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου τούτου 2976/96 και 2979/96, που έκριναν το θέμα και απέρριψαν τις αιτήσεις μου κατά του «επιτιμίου» και του διατάγματος ανακλήσεως τῆς καταστάσεώς μου.
Αντιτάσσω ότι οι αποφάσεις αυτές, δεν αγνόησαν μόνο τους νόμους (άρθρα 34, 44 Κ.Χ. κλπ), αλλά αγνόησαν και τους Ιερούς Κανόνες και έκριναν δίχως αυτούς. Ανεξαρτήτως των άλλων που ήδη έχω εκθέσει, τώρα προβάλλω ότι δεν υπήρχε, για το αντικείμενο που κρίθηκε τότε, νόμος, που να επέβαλλε στο Δικαστήριο, να λάβει υπ’ όψη του και τους Ιερούς Κανόνες. Τώρα όμως, για την ένδικη υπόθεση, υπάρχει. Και το Δικαστήριο καλείται να τους λάβει υπ’ όψη του. Και αυτούς που ορίζουν τα της συναινέσεως του κυριάρχου Μητροπολίτου για την αποκοπή τμήματος της Μητροπόλεώς του προς δημιουργία νέας Μητροπόλεως και αυτούς που αναγνωρίζουν το ποιός είναι ο κανονικός Μητροπολίτης σε μία Μητρόπολη, που, κατά τη νομοθεσία μας, καθίσταται ο νόμιμος Μητροπολίτης αυτής.
Οι παραπάνω αποφάσεις ασχολήθηκαν με το «επιτίμιο ακοινωνησίας» και την ανάκληση του διατάγματος της αναγνωρίσεως και καταστάσεώς μου, που έγινε βάσει αυτού. Ζήτησα, τότε, με τις αιτήσεις μου στο ΣτΕ την ακύρωση και της πράξεως επιβολής του επιτιμίου και της πράξεως εκδόσεως του διατάγματος της επί τη βάσει αυτού έκπτώσεώς μου. Εκδόθηκαν οι δύο παραπάνω αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου τούτου (2976/96 και 2979/96), οι οποίες δέχθηκαν αυτά που εκθέτω στη σελ. 5 της αιτήσεώς μου αυτής, όπου και τα σχόλια που τις συνοδεύουν.
Το Δικαστήριο πρέπει να θεωρήσει, εν όψει της συνάφειας εκείνης της υποθέσεως με την προκειμένη, ότι πρέπει να επανεξετάσει επί το ορθότερο τα όσα εσφαλμένα κρίθηκαν στις υποθέσεις εκείνες, διότι δεν πρέπει να περιέχεται μια επισήμως χαρακτηρισμένη ως εσφαλμένη απόφαση στις δέλτους της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι λόγοι ακυρώσεως κατά της πράξεως επιβολής του επιτιμίου, οι οποίοι ουδόλως τότε ερευνήθηκαν, αλλά τώρα είναι ερευνητέοι, είναι οι εξής: ότι η ΔΙΣ που εξέδωσε την πράξη του επιτιμίου της ακοινωνησίας δεν είχε νόμιμη σύνθεση, διότι σ’ αυτήν έπρεπε να μετέχω και εγώ (ΣτΕ 1028/93), αλλά, παρά το νόμο, δεν κλήθηκα, ότι η ΔΙΣ δεν είχε εξουσία να επιβάλει σε μένα τέτοια ποινή, διότι μόνον την ποινή του αφορισμού δικαιούται να μου επιβάλει η ΙΣΙ και μόνον μετά την καθαίρεσή μου, που ουδέποτε μου επέβαλε και με την αυξημένη πλειοψηφία του άρθρου 6 του Ν. 590/77, ότι η ΔΙΣ για την επιβολή του επιτιμίου δεν τήρησε οποιαδήποτε διαδικασία, ότι παραβίασε τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας και το νόμο περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, ήτοι δεν με κάλεσε να ακουσθώ, δεν μου απέδοσε κατηγορία, δεν αιτιολόγησε την πράξη της, ενήργησε καταχρηστικά και παραβίασε το δεδικασμένο που απέρρεε από τις αποφάσεις του ΣτΕ. Αν το Δικαστήριο ερευνούσε τους λόγους αυτούς, έπρεπε να κρίνει ότι το λεγόμενο «επιτίμιο ακοινωνησίας» είναι μία ανύπαρκτη ποινή, που παρανόμως επιβλήθηκε εις βάρος μου και ουδόλως επηρεάζει τη διατήρηση της θέσεως, την οποίαν έχω στην Εκκλησία.
Όλα αυτά, η παραπάνω απόφαση έκρινε ότι δεν αφορούν το Δικαστήριο. Δεν ελέγχονται, διότι δεν άπτονται ελεγχομένης ακυρωτικώς εκτελεστής πράξεως. Αντί να κρίνει ότι το αφορούν, διότι ήταν η αιτία της εκδόσεως του διατάγματος απομακρύνσεώς μου από τη διοικητική θέση μου, η ΣτΕ 2979/96 δέχθηκε, απροσδοκήτως, τα εξής:
α) ότι αναγκαία αρνητική προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος καταστάσεως του Μητροπολίτη είναι να μην έχει επιβληθεί σ’ αυτόν το εκκλησιαστικό επιτίμιο αυτό,
β) ότι κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 590/77, η απόκτηση, καθώς και η διατήρηση του αξιώματος του Μητροπολίτη προϋποθέτει την εκκλησιολογική ικανότητα του φορέα να ασκεί τα πνευμαικά του καθήκοντα και να μην είναι ακοινώνητος,
γ) ότι ο νόμος δεν ανέχεται να εξακολουθεί να ασκεί τα διοικητικά καθήκοντα μητροπολίτη πρόσωπο που είναι ακοινώνητο,
δ) ότι όταν ο Μητροπολίτης καταστεί ακοινώνητος πρέπει η πολιτεία να τον παύσει από τα διοικητικά του καθήκοντα και η διοίκηση υποχρεούται κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 590/77 να καταργήσει την ισχύ του διατάγματος με το οποίο καταστάθηκε ο Μητροπολίτης,
ε) ότι η διαδικασία όπως την ορίζει το άρθρο 26, είναι αυτοτελής υποχρέωση της Πολιτείας και δεν συναρτάται, άλλως είναι άσχετη προς την πειθαρχική διαδικασία του άρθρου 23 του ν. 5383/32,
στ) ότι ο λόγος ακυρώσεως εκ του ότι έπρεπε να προηγηθεί του προσβαλλομένου π.δ. η έκδοση σχετικής αποφάσεως της ΙΣΙ είναι αβάσιμος, γιατί η έκδοση του προσβαλλομένου διατάγματος ήταν αυτοτελής υποχρέωση της Πολιτείας, μετά την επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας
και ζ) ότι ο τύπος της προηγουμένης ακροάσεως κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του συντάγματος δεν ήταν υποχρεωτικός, διότι δεν υπήρχε στάδιο ακροάσεως, αφού, τό ἐκκλησιαστικό ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας εἶναι, λόγῳ τῆς φύσεώς του, πράξη της Εκκλησίας ανέλεγκτη από την Πολιτεία καί ἀπό μόνη την από μέρους της Εκκλησίας επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας, η Πολιτεία είχε νόμιμη υποχρέωση (26 ν. 590/77) να εκδόσει το προσβαλλόμενο π.δ. Ανεξάρτητα από την 9/97 απόφαση του Δικαστηρίου του άρθρου 99 του Συντάγματος, που είπε ότι αυτά τα παραπάνω που δέχθηκε η ΣτΕ 2979/96 είναι εσφαλμένα, παρατηρώ και τα εξής:
Ναι μεν το «επιτίμιο ακοινωνησίας» κρίθηκε ότι είναι μη εκτελεστή διοικητική πράξη (πνευματική πράξη) και γι’ αυτό δεν ελέγχθηκε, αλλά, ανεπιτρέπτως, αφού δεν την ερεύνησε, τη θεώρησε δεδομένη αυτή την ανέλεγκτη πράξη και την έθεσε θεμέλιο στήριξης του διατάγματος ! Μετά τα παραπάνω η θέση η δική μου στην Εκκλησία είναι δεδομένη. Εγώ είμαι ο Κανονικός Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος, διότι ουδέποτε απώλεσα την κανονικότητά μου και τούτο ουδείς το ήλεγξε και ουδείς το έκρινε ανακριβές, η δε διοίκηση της Μητροπόλεώς μου μου αφαιρέθηκε απλώς βίαια και όχι νόμιμα, συνεπεία και της 2979/96 εσφαλμένης αποφάσεως.
Η «Μητρόπολη», συνεπώς, για την οποία εξελέγη και καταστάθηκε ο ανωτέρω, δεν είναι κενή. iii) Εφαρμογή των Ιερών Κανόνων, των αναφερομένων στο εδώ ένδικο θέμα, ως νόμων του Κράτους. Στην προκειμένη υπόθεση, όμως, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να ερευνήσει και να εφαρμόσει, ως κανόνες του πολιτειακού νόμου, τους Ιερούς Κανόνες, τους οποίους αναφέρω στην παραπάνω σελίδα 2 του δικογράφου αυτού, διότι το προβλέπει ο νόμος, ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας. Διότι πρέπει να κριθεί ότι εγώ είμαι ο Κανονικός Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής, που έχω το δικαίωμα (οπως μου το αναγνωρίζει, άλλωστε, τώρα, η διοικούσα Εκκλησία) να συναινώ η όχι στο διαμελισμό της Μητροπόλεώς μου.
Ο ίδιος ο νόμος ανάγει τους Ιερούς Κανόνες αυτούς σε επίπεδο νομοθετικών διατάξεων. Τους καθιστά ισοδύναμους με το περιεχόμενό του. Πρέπει, λοιπόν, να ερευνηθεί, βάσει των Ιερών Κανόνων αυτών (εδώ εχόντων ισχύ νόμων), το θέμα της κανονικότητος της απομακρύνσεώς μου από τη θέση μου και να κριθούν οι λόγοι της αιτήσεώς μου, οι οποίοι, δεν ερευνήθηκαν με την 2976/96 απόφαση της Ολομελείας, η οποία, όπως ελέχθη, θεμελίωσε την 2979/96 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που έκρινε τα όσα εξέθεσα παραπάνω.
Πράγματι η ποινή του «επιτιμίου ακοινωνησίας», αν και θεμελίωσε το διάταγμα άρσεως της καταστάσεώς μου ως Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος, ουδέποτε ερευνήθηκε, εάν επιβλήθηκε κανονικά και νόμιμα, ουδέποτε ερευνήθηκε εάν αποτελεί βάση επαρκή για τη στήριξη διατάγματος εκπτώσεώς μου, γι’ αυτό επιβάλλεται να ερευνηθεί τώρα, επειδή το καλεί η φύση των ήδη προσβαλλομένων πράξεων και ο ρητός ορισμός του άρθρου 11.2 του Ν. 590/77 («ως οι Ιεροί Κανόνες διακελεύουν»).
Μετά τη δικαστική διάγνωση ότι η διοικούσα Εκκλησία ενήργησε και αντικανονικά και παράνομα επιβάλλοντας το επιτίμιο τούτο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει εις βάρος μου «επιτίμιο ακοινωνησίας» και δεν υπάρχει νόμιμη πράξη διοικητικής απομακρύνσεώς μου από τη θέση μου, γι’ αυτό δε το λόγο είναι βέβαιο ότι εγώ είμαι εκείνος που «ορίζω τους πιστούς» της Επισκοπής μου, έστω και μόνον πνευματικά, όπερ και μόνον αρκεί για να έχω το δικαίωμα να συναινώ η όχι στην ίδρυση νέων Μητροπόλεων επί συγκεκριμένων εδαφών της διαποιμαινομένης από εμένα επαρχίας.
Τα παραπάνω ζητήματα, ερευνώμενα τώρα υπό το πρίσμα της προκειμένης υποθέσεως και κατά το νομικό περιεχόμενο των κανονικών διατάξεων, που παρέθεσα στη σελ. 2 της αιτήσεώς μου αυτής και των διατάξεων του νόμου, των άρθρων 4θ, 6.3β, 44 του Ν. 590/77 και των άρθρων 143 κ.ε και του συνόλου της διαδικασίας του Ν. 5383/32, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των Ιερών Κανόνων ΟΔ των Αγίων Αποστόλων, που δεν αντιλαμβάνονται καταδίκη Επισκόπου σε «ακοινωνησία» η σε οποιαδήποτε «ποινή», δίχως κατηγορία, δίχως τριπλή πρόσκλησή του για να απολογηθεί κλπ, δίχως δίκη δηλαδή, κατά τις σύγχρονες νομικές, περί εκκλησιαστικών δικών, διατάξεις.
Όλα τα παραπάνω, αποδεικνυομένου ότι το «επιτίμιο ακοινωνησίας» ούτε κανονικά, ούτε νόμιμα επιβλήθηκε, ούτε έχει την εμβέλεια (θεμελίωση διατάγματος εκπτώσεως), που του αποδόθηκε, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εγώ συνεχίζω να είμαι ο Κανονικός και Νόμιμος Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος, αφού οι κατατμήσεις της και οι εισχωρήσεις τρίτων ως Μητροπολιτών στα τμήματά της δεν έχουν ούτε κανονικές ούτε έννομες συνέπειες.
Είναι απλώς πράξεις καταλήψεως αλλοτρίας επισκοπής. Όπου ο νόμος αναφέρεται σε κανονικά δικαιώματα, αναφέρεται στα δικαιώματα του κανονικού Μητροπολίτου, και όχι στα του βιαίως εισχωρήσαντος. Εμένα, άλλωστε, η ίδια η διοικούσα Εκκλησία αείποτε με θεωρεί ως «Κανονικό Μητροπολίτη» και μάλιστα με θετική αυτής ενέργεια αναγνωρίζει την κανονικότητά μου. Δείτε π.χ. την απόφαση της ΙΣΙ, τη ληφθείσα σε «επίσημη τακτική συνεδρία του Ανωτάτου Οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Β φύλλον Ι, Σφραγίς, Υπογραφή ο Αθηνών Χριστόδουλος), «περί άρσεως των επιτιμίων των επιβληθέντων εις τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας πρώην Αττικής Νικόδημον και πρώην Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνον».
Αυτή και μόνον η προσφώνηση αποδεικνύει ότι και το επίσημο Ανώτατο της Εκκλησίας της Ελλάδος Όργανο επισήμως αναγνωρίζει την «κανονικότητά» μου, η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αφού ο αποκαλούμενος από την ΙΣΙ «Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης» δεν είναι δυνατόν να μην είναι «Κανονικός».
Τα της διοικήσεως της Μητροπόλεώς μου, όπως ελέχθη, βιαίως και εσφαλμένως μου έχουν αφαιρεθεί, αλλά η παραμένουσα Κανονικότητά μου, η ανεξίτηλη, μου παρέχει την κανονική και αναφαίρετη εξουσία, να διακρατώ για τον εαυτό μου το δικαίωμα, εν όσω βρίσκομαι στη ζωή, να δόσω η να μη δώσω τη συναίνεσή μου στη διαίρεση της Μητροπόλεώς μου, «ως οι ιεροί κανόνες διακελεύουν».
Δίχως τη συναίνεσή μου δεν υπάρχει νέα Μητρόπολη. Άλλως παραβιάζονται οι Ιεροί Κανόνες, που ο νόμος τους θέλει, στην περίπτωση αυτή να εφαρμοσθούν. Και οι Ιεροί Κανόνες θέλουν η συναίνεση να προέρχεται από τον Κανονικό Μητροπολίτη, που, εν προκειμένω, είμαι εγώ. Άλλωστε από εμένα το ζητεί, τώρα, η Εκκλησία, έστω και υπό μορφή ανεπιτρέπτου συναλλαγής, «άρσης του επιτιμίου έναντι συναίνεσης» ! Δεν το ζητεί από οποιονδήποτε άλλον. Διότι, το γεγονός ότι μου έχουν αφαιρέσει, βίαια, δίχως κανονική και δίχως νόμιμη διαδικασία, τα διοικητικά μου καθήκοντα, το γνωρίζουν και οι της Εκκλησίας κρατούντες, ουδόλως μου στερεί το δικαίωμα να έχω τις όποιες αρμοδιότητες μου παρέχουν οι Ιεροί Κανόνες. iv)
Ο νόμος 3822/16.2.10 δεν τροποποίησε τον Καταστατικό Χάρτη. Ο νόμος 590/77 έπρεπε να τηρηθεί με ακρίβεια. Είναι πρόδηλο, ότι η διάταξη του άρθρου 11.2 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι θεμελιώδης και αποτελεί βασική αρχή αυστηρώς τηρητέα, για την ίδρυση νέας Μητροπόλεως, η εφαρμογή των, για την προκειμένη περίπτωση αναφερθέντων Ιερών Κανόνων.
Οι Ιεροί Κανόνες αυτοί εξομοιούνται από απόψεως τυπικής ισχύος με τον Καταστατικό Χάρτη (βασικό νομοθέτημα) και, συνεπώς, κάθε νέος νόμος, που προβλέπει την ίδρυση νέας Μητροπόλεως δεν δύναται να αφίσταται της βασικής αυτής ρυθμίσεως, που προβλέπεται στον Καταστατικό Χάρτη. Το μόνο που μπορεί να πράττει ο νόμος, είναι να προβλέπει την ίδρυση κάποιας νέας Μητροπόλεως, κατά τα λοιπά όμως (διαδικασία κλπ) ισχύουν τα προβλεπόμενα στον Καταστατικό Χάρτη.
Αν ο νόμος θέλει να αποκλίνει από τα οριζόμενα στο βασικό νομοθέτημα (τον Καταστατικό Χάρτη) πρέπει να το αναφέρει ρητώς. Αν δεν το αναφέρει, ο ειδικός αυτός νόμος πρέπει νά ἑρμηνεύεται, κατά τά γνωστά επί του θέματος της «ερμηνείας των νόμων κατά τρόπο σύμφωνο προς το Σύνταγμα» (Verfassungskonforme Auslegung des Gesetzes) (για να μην κηρύσσονται αντισυνταγματικοί), με σύμφωνον προς τις διατάξεις του βασικού νόμου (εδώ Καταστατικού Χάρτου) ερμηνεία του νόμου αυτού. Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ ν. 3822/16.2.2010 δε θέσπισε παρέκκλιση από τον τρόπο που προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης για την ίδρυση Μητροπόλεων («ως οι Ιεροί Κανόνες διακελεύουν»).
Για την ίδρυση, συνεπώς, των Μητροπόλεων του νόμου αυτού ἔπρεπε να τηρηθούν όλες οι προϋποθέσεις τοῦ Καταστατικού Χάρτου, όπως ισχύει, δηλαδή έπρεπε να δοθεί και η συναίνεση του κανονικώς διαποιμαίνοντος την Μητρόπολη, από της οποίας αποσπώνται τα τμήματα, Μητροπολίτου.
Εξ άλλου, την ως άνω ερμηνεία των νέων νόμων, με τους οποίους ιδρύονται νέες Μητροπόλεις, αναγνωρίζει ουσιαστικά ρητά και ο Καταστατικός Χάρτης, ο οποίος αναφέρει ότι οι νέες Μητροπόλεις ιδρύονται με μεταγενέστερους νόμους και, εν όψει τούτου, ότι δηλαδή θα υπάρξουν νέοι νόμοι, ορίζει (11.2) ότι πρέπει να υπάρχει απόφαση της ΙΣΙ κατά τα οριζόμενα στους Ιερούς Κανόνες («ως οι Ιεροί Κανόνες διακελεύουν»).
Αν, συνεπώς, ο νέος νόμος ουδέν προβλέπει, αν δεν τροποποιεί, δηλαδή, τον Καταστατικό Χάρτη, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στον Καταστατικό Χάρτη, δηλαδή απαιτείται συναίνεση του κανονικά διαποιμαίνοντος κλπ επισκόπου και είναι αυτονόητο ότι ο επίσκοπος αυτός πρέπει να είναι ο κανονικός, επίσης, δηλαδή, εκλεγείς, κατασταθείς και υφιστάμενος «ως οι Ιεροί Κανόνες διακελεύουν».
Πράγματι, στην εδώ συγκεκριμένη περίπτωση ουδέν προβλέπει ο ν. 3822/16.2.10, γι’ αυτό έπρεπε να εφαρμοσθεί η διαδικασία του Καταστατικού Χάρτου, η οποία όμως δεν εφαρμόσθηκε και, ως εκ τούτου, οι επί του νόμου τούτου στηριχθείσες ένδικες πράξεις είναι ακυρωτέες.
v) Αντισυνταγματικότητα του νόμου 3822/16.2.10. Τίθεται, όμως, και θέμα αντισυνταγματικότητας του παραπάνω νόμου, διότι ο νόμος αυτός, δίχως την αναφορά του στις προϋποθέσεις των Ιερών Κανόνων για την έκδοσή του, παραβιάζει το άρθρο 3 του Συντάγματος και συγκεκριμένα τις περί συγκροτήσεως της ΙΣΙ και της ΔΙΣ διατάξεις.
Κατά το άρθρο αυτό του Συντάγματος, η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος «τηρεί απαρασαλεύτως τους Ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνας», και ανεξαρτήτως άλλων, οπωσδήποτε τηρεί, κατά συνταγματική επιταγή, τους Ιερούς Κανόνες που αναφέρονται στη συναίνεση του επισκόπου, του διαποιμαίνοντος την επαρχία, από την οποία προορίζεται να αποκοπεί, προς διαποίμανση από άλλον επίσκοπο, τμήμα της επισκοπικής του περιφερείας και οπωσδήποτε τους Ιερούς Κανόνες που αναφέρονται στην κανονικότητα του έχοντος το δικαίωμα της συναινέσεως επισκόπου.
Ταυτοχρόνως από το ίδιο άρθρο το Σύνταγμα αναθέτει τη διοίκηση της Εκκλησίας στην ΙΣΙ και στη ΔΙΣ, συγκροτουμένων «ως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει». Από τα παραπάνω παρέπεται ότι, όταν, παραβιαζομένων των Ιερών Κανόνων και του Καταστατικού Χάρτου (άρθρα 11.2, 34, 44 κλπ), ιδρύονται νέες Μητροπόλεις και αυξάνεται ο αριθμός των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, παραλλάσσεται αντισυνταγματικώς και η συγκρότηση και της ΙΣΙ και της ΔΙΣ, των Ανωτάτων διοικητικών και πνευματικών Σωμάτων της Εκκλησίας, των οποίων τη συγκρότηση, η συνταγματική διάταξη, την αναθέτει στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, που έπρεπε να εφαρμοσθεί απαρέγκλιτα, αλλά δεν εφαρμόσθηκε.
Ο νόμος 3822/16.2.10 είναι αντισυνταγματικός.
Οι προσβαλλόμενες στηρίχθηκαν σε αντισυνταγματικό νόμο. vi) Λοιπές παραβάσεις του άρθρου 11 παρ. 2 Ν. 590/77. Κατά την αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ίδρυση νέων Ιερών Μητροπόλεων και άλλες διατάξεις» «Η διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στην πρόταση που υπέβαλε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» πρότεινε, τη διαίρεση της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής σε δύο νέες Μητροπόλεις...». Επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 590/77, οι αποφάσεις, για τον καθορισμό της εδαφικής περιφέρειας, της ονομασίας και των εδρών των Μητροπόλεων, δεν ανατίθενται στη ΔΙΣ, αλλά στην ΙΣΙ. Η ανάμειξη της ΔΙΣ και η υποκατάσταση από αυτήν της ΙΣΙ, δεν καλύπτει τα όσα ορίζει η παραπάνω νομική διάταξη, διότι αυτή αξιώνει:
α) απόφαση, η οποία δεν εκδόθηκε, όχι δε απλώς πρόταση, η οποία φέρεται ότι εκδόθηκε,
β) απόφαση της ΙΣΙ και όχι της ΔΙΣ, διότι αυτή η διάταξη είναι ειδική και δεν περιλήφθηκε στις αρμοδιότητες του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, τις οποίες, πλην των κατονομαζομένων εξαιρέσεων, εξουσιοδοτείται, από το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 590/77, να ασκεί και η ΔΙΣ, κατά τους χρόνους που δεν συνεδριάζει η ΙΣΙ,
γ) τήρηση των Ιερών Κανόνων, για τους οποίους δεν αναφέρεται στην πρόταση ότι τηρήθηκαν και ειδικότερα ότι τηρήθηκαν οι υποχρεωτικοί εκ του νόμου Ιεροί Κανόνες, που επιβάλλουν την προγενεστέρα συναίνεση του οικείου Μητροπολίτου, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα,
και δ) δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία δημοσίευση δεν προκύπτει ότι έγινε και δεν έγινε. Ούτε από αυτό τούτο το κείμενο του νόμου 3822/10 προκύπτει ότι τηρήθηκαν οι παραπάνω αξιώσεις του νόμου.
Αντίθετα, προκύπτει ότι, για τις αναφερθείσες αιτίες, η Μητρόπολη, στην οποία έγινε η ένδικη εκλογή, τοποθέτηση, αναγνώριση και κατάσταση του αναφερομένου Αρχιμανδρίτου ως Μητροπολίτου, δεν ιδρύθηκε νόμιμα, αφού, περαιτέρω των παραπάνω, από την αιτιολογική έκθεση και από το περιεχόμενο του νομοσχεδίου που ψηφίσθηκε ως νόμος και από αυτό τούτο το κείμενο του νόμου, δεν προκύπτει ποιό αρμόδιο όργανο, πότε και πως καθόρισε την εδαφική περιφέρεια, την ονομασία και τις έδρες των Μητροπόλεων, υπάρχει, συνεπώς, ευθεία παράβαση του νόμου, που καθιστά τις προσβαλλόμενες πράξεις ακυρωτέες. Παραβιάσθηκε, συνεπώς, ως προς την έκδοση των προσβαλλομένων, για όλους τους παραπάνω λόγους, πολλαπλώς, το Σύνταγμα και ο Νόμος και πρέπει οι προσβαλλόμενες να ακυρωθούν.

ΙΙ. ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ, ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΡΧΩ

Ν διοικούντες την Εκκλησία έχουν τους λόγους τους να μην επιθυμούν την επιστροφή μου στην Ιεραρχία.
Με τη σύμπραξη της Πολιτείας, που, για τους δικούς της λόγους, δεν αρνείται τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις της προς την Εκκλησία, με κρατούν μακρυά από τη διοίκηση της Μητροπόλεώς μου, με μόνο «τέχνασμα» το «επιτίμιο της ακοινωνησίας», με το νόημα και τις συνέπειες που του προσέδοσε η Διοίκηση και η «εσφαλμένη» απόφαση της Ολομελείας.
Αυτό το «επιτίμιο», που επιμελούνται να το διατηρούν, διότι μόνο σ’ αυτό στηρίζουν την αντιπαλότητά τους εναντίον μου.
Από την άλλη πάλι πλευρά πιέζονται για την άρση αυτού, διότι η επιμονή τους, για τη διατήρησή του, τους έχει εκθέσει καθοριστικά στις συνειδήσεις των σκεπτομένων πιστών, οι οποίοι γνωρίζουν και κρίνουν τις ενέργειες και τις μεθοδεύσεις τους, ώστε να συντηρούν με υπαιτιότητά τους το χρονίζον και βλαπτικότατο «εκκλησιαστικό πρόβλημα».
Για να μην μου άρουν, λοιπόν, το επιτίμιο και τυχόν καταφύγω στη Διοίκηση και ζητήσω, λόγω της άρσεως, την ανάκληση του διατάγματος απομακρύνσεώς μου από τη θέση μου, κατέστρωσαν τούτη τη μέθοδο:
Διέλυσαν κυριολεκτικά, με δεύτερη κατάτμηση τη Μητρόπολή μου, σε τέσσερες ήδη Μητροπόλεις, ώστε να μη μείνει τίποτε από την παλαιά περιφέρειά της και ούτε λέξη από τον παλαιό τίτλο της, την εξαφάνισαν και, αμέσως μετά, ανακάλεσαν το «επιτίμιο», με τον όρο να ζητήσουν, αζημίως, τη συναίνεσή μου, που όντως την έχουν ανάγκη, για να συμπορευθούν, κατά την άποψή τους (αν είναι δυνατόν να συμπορευθούν τώρα, μετά 36 χρόνια αντικανονικών πληγμάτων, που συνεχώς μου καταφέρουν) με την κανονική τάξη.
Από τα όσα εκθέτω στα παραπάνω κεφάλαια Β και Γ της αιτήσεώς μου, αναδεικνύονται όλες οι εις βάρος μου πράξεις της διοικήσεως της Εκκλησίας, που με κρατούν σε κανονική αγωνία για την πορεία της Εκκλησίας στο μέλλον και κατ’ ελάχιστο για το πρόσωπό μου και, ήδη, αφού πέρασαν 36 χρόνια σκληράς και, κυρίως, αναιτίου, δοκιμασίας μου, μου ζητεί η ΙΣΙ να αποδεχθώ ότι τα πάντα καλώς έγιναν εις βάρος μου, για να εφαρμόσω τους όρους της πράξεώς της «άρσεως του επιτιμίου».

Ότι δηλαδή καλώς έγινε:

α) Η σύμπραξή της με το καθεστώς των συντακτικών πράξεων για να επιτύχει την μέσω αυτών έκπτωσή μου από τη θέση μου, όπως και έγινε, δίχως νόμιμο και κανονικό λόγο και δίχως να μου παρέχεται δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη (απαράδεκτο),
β) η άρνησή της να με υποβάλει σε εκκλησιαστική δίκη, επειδή εγνώριζε ότι δεν με βάρυνε ούτε η ελάχιστη κατηγορία και συνεπώς δεν μπορούσε να επιτύχει την εξόντωσή μου μέσω αυτής της μόνης νομίμου οδού,
γ) η άρνησή της να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχαν αποκαταστήσει και τους λοιπούς συνιεράρχες μου και εμένα,
δ) η εφεύρεση και η εφαρμογή του «επιτιμίου ακοινωνησίας» και η παρουσίασή του, από τον τότε Αρχιεπίσκοπο, στον Υπουργό Δικαιοσύνης ως νομίμου λόγου για να εκδόσει βάσει αυτού διάταγμα νέας εκπτώσεώς μου,
ε) η μετάθεση (παρά την απαγόρευση του μεταθετού) Μητροπολίτου από τη Ζάκυνθο, με πλαστά ψηφοδέλτια, στη Μητρόπολή μου, που είχε το Μητροπολίτη της και, ασφαλώς, δεν ήταν κενή,
στ) ο αυθαίρετος και βίαιος τρόπος της ενθρονίσεώς του στη Μητρόπολή μου, δίχως διάταγμα, με δεδομένη την απόφαση του ΣτΕ (σε Συμβούλιο), που ανέστελλε την εκτέλεση της πράξεως τοποθετήσεώς του στη θέση μου,
ζ) η ανοχή από τη διοίκηση της Εκκλησίας του Μητροπολίτη αυτού και οι πράξεις του, που οδήγησαν μόνον τα πολιτειακά δικαστήρια να τον καταδικάσουν, όχι τα εκκλησιαστικά,
η) η απόσπαση από τη Μητρόπολή μου των δύο Μητροπόλεων Μεσογαίας και Μεγάρων και επί δεύτερη φορά ο διαμελισμός του τμήματός της, που απέμεινε, σε δύο Μητροπόλεις Κηφισιάς κλπ και Ιλίου κλπ, δίχως την επιβαλλόμενη κανονική και νόμιμη συναίνεσή μου,
θ) η εκλογή στις νέες αυτές Μητροπόλεις νέων Μητροπολιτών και η πλήρης αγνόησή μου ως προς το, ένεκα της μη συναινέσεώς μου, παράνομο της συστάσεως των Μητροπόλεων αυτών και το νομικό αδύνατο της πληρώσεώς τους με νέους Μητροπολίτες, τέλος δε:
ι) η προσχηματική, την επομένη των εκλογών, και ενώ η Μητρόπολή μου είχε καταληφθεί από τέσσερες αντικανονικούς και παρανόμους Μητροπολίτες, ανάκληση του «επιτιμίου», προς ανταλλαγή αυτής της «φιλόφρονος» παραχωρήσεως της «αγάπης της Ιεραρχίας» με την αναζητουμένη εναγωνίως έγκριση εκ μέρους μου του διαμελισμού και του απορφανισμού της Μητροπόλεώς μου.
Όλα αυτά τα γεγονότα, που εσφράγισαν τα 36 χρόνια της δοκιμασίας μου, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι αυτά που επιστρατεύθηκαν εναντίον μου, μεταξύ των οποίων και οι τελευταίες της σειράς των αντικανονικοτήτων και παρανομιών προσβαλλόμενες πράξεις, είναι προϊόντα των απαραδέκτων μεθοδεύσεων που μετέρχεται η διοίκηση της Εκκλησίας εις βάρος μου (αληθώς εις βάρος της εκκλησιαστικής τάξεως), δήθεν νομίμως, δήθεν «για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ποιμαντικών και λατρευτικών αναγκών των πιστών»! αληθώς όμως για σκοπό διαφορετικό από αυτόν που φαίνεται ότι επιδιώκει, για να μου στερήσει κάθε σχέση μου με τη Μητρόπολή μου και για να περιέλθει αυτή ολοκληρωτικά σε πρόσωπα προεπιλεγμένα και «ημέτερα». Προφανές ότι τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν κατά του προσώπου μου, όπως, με κάθε ακρίβεια, αναφέρθηκαν, συνιστούν κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Διοικήσεως της Εκκλησίας και της Πολιτείας, εις βάρος του προσώπου μου, αλλά και παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, έτι δε και παράβαση των γενικών του δικαίου αρχών, ως εκ του είδους και του τρόπου των διώξεών μου και συνεπώς οι προσβαλλόμενες, πρέπει και για τους λόγους αυτούς να ακυρωθούν.

ΙΙΙ. ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΟΥΣΙΩΔΟΥΣ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Βεβαίως η αναφερομένη παραπάνω στο κεφάλαιο Β5 απόφαση 2979/96 είναι απόφαση και ιδρύει δεδικασμένο. Αναδεικνύει ένα ανύπαρκτο θέμα σε αληθινό.
Όμως το δεδικασμένο αντί αληθείας έχεται, δεν είναι η αλήθεια το δεδικασμένο. Πολλώ μάλλον όταν το βεβαιώνει, ότι δεν αληθεύει η απόφαση, ένα Δικαστήριο, το του άρθρου 99 του Συντάγματος, που έλεγξε τη δικαστική κρίση των μελών της Ολομελείας του ΣτΕ. Υπάρχει, γι’ αυτό, ένα θέμα αποκαταστάσεως της αληθείας σε αυτή την υπόθεση.
Και θα έλθει με βεβαιότητα η ώρα αυτής της αποκαταστάσεως. Και παρέχεται, τώρα, η ευκαιρία αυτή, με την προκειμένη διαφορά. Η οποία βέβαια εκτείνεται πέραν του πεδίου του παραπάνω δεδικασμένου. Και θα υποχρεώσει το Δικαστήριο σε έρευνα. Στην έρευνα του κατά πόσον της διαιρέσεως της Μητροπόλεώς μου προηγήθηκε η αναγκαία διαδικασία (συναίνεση του οικείου ιεράρχου), όπως αυτό το διακελεύουν οι Ιεροί Κανόνες.
Οι αναφερθέντες Ιεροί Κανόνες. Και στην έρευνα του ποίος είναι ο οικείος ιεράρχης κατά τους Ιερούς Κανόνες. Είναι αυτός που εκλέχθηκε κανονικά και αναγνωρίσθηκε κανονικά και ποιμαίνει κανονικά τη Μητρόπολή του, έστω και αν του αφαιρέθηκε η διοίκησή της μέσω του αντικανονικού και παρανόμου επιτιμίου και της, παραδεδεγμένα και αναντίρρητα εσφαλμένης αποφάσεως, η είναι οι αντικανονικοί και παράνομοι εισβολείς στο θρόνο του, που διέγραψαν τη διαδρομή της ιστορίας τους, επιχειρήσαντες ανεπιτυχώς και αποτυχόντες παταγωδώς να ποιμάνουν τους πιστούς χριστιανούς της δοκιμαζομένης περιοχής της διακονίας μου;
Αναμφιβόλως, εγώ, που έχω αλώβητα τα πνευματικά μου δικαιώματα στη Μητρόπολή μου, έχω και το δικαίωμα να συναινέσω στη διάσπασή της, εάν κρίνω ότι αυτό είναι το συμφέρον του πνευματικά ποιμαινομένου λαού. Πράγμα που αναγνώρισε ρητά η Εκκλησία και μου ζήτησε τη συναίνεσή μου με την πράξη της άρσης του επιτιμίου.
Και σημειώνω εδώ ότι δεν είναι το συμφέρον του λαού αυτό το τυπικό και ουδόλως ουσιαστικό, που λέγει η εισηγητική έκθεση του νόμου για τη διχοτόμηση της Μητροπόλεώς μου «η προτεινομένη διαίρεση κρίνεται αναγκαία για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ποιμαντικών και λατρευτικών αναγκών των πιστών της υφιστάμενης σήμερα Μητροπόλεως».
Μετά την εγκατάλειψή της επί 36 χρόνια «εις την τύχην της», τώρα σκέφθηκαν την «καλύτερη εξυπηρέτηση των ποιμαντικών και λατρευτικών αναγκών της». Κατόπιν των παραπάνω, αφού εγώ δεν συνήνεσα, ούτε δε και άλλος, έστω και μη έχων δικαίωμα, συνήνεσε – και αν συνήνεσε, άνευ εννόμου συνεπείας είναι η συναίνεσή του - είναι δεδομένο ότι παραβιάσθηκε ο, προβλεπόμενος από το νόμο, ουσιώδης τύπος της διαδικασίας τεμαχισμού της Μητροπόλεώς μου, γεγονός που καθιστά την ίδρυση των δύο Μητροπόλεων παράνομη και τις εν συνεχεία αυτής προσβαλλόμενες πράξεις της εκλογής και της καταστάσεως στις «Μητροπόλεις» αυτές νέων Μητροπολιτών, παράνομες και ακυρωτέες.

ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ.

Επειδή εγώ νομιμοποιούμαι στην υποβολή της αιτήσεώς μου αυτής, ως έχων εύλογο έννομο συμφέρον, και επειδή έχω την ιδιότητα του Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος, την οποίαν ουδέποτε νομίμως απώλεσα, άλλως, νομίμως δικαιούμαι να έχω, νομιμοποιούμαι δε επίσης και ως εκ της συνεχούς κατοικίας μου στην περιφέρεια της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος, στην οποίαν ανήκω και έχω το εύλογο ενδιαφέρον μου για την κανονικότητα και τη νομιμότητα της λειτουργίας της.
Επειδή η αίτησή μου αυτή είναι εμπρόθεσμη, νόμιμη, βάσιμη και αληθινή, αποδεικνύεται δε με έγγραφα και με όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, γι’ αυτό πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις Για τους λόγους αυτούς Και τους προσθέτους και τα κατά τη συζήτηση, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου ΖΗΤΩ:

Να γίνει δεκτή η αίτησή μου αυτή. Να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις:

α) η από 11.5.2010 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία εκλέχθηκε και τοποθετήθηκε Μητροπολίτης της «Ιεράς Μητροπόλεως Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως» ο Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Δικαιάκος.
και β) το από 21.5.2010 προεδρικο διάταμα (ΦΕΚ 195/1.6.2010), μέ τό ὁποῖο ἀναγνωρίσθηκε καί καταστάθηκε, ὁ ἀνωτέρω, Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως αὐτῆς. Νά καταδικασθοῦν οἱ καθ’ ὧν στή δαπάνη.







Ο αιτών

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Αττικής καί Μεγαρίδος ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Δημήτριος Ν. Παπουτσιδάκης





Πηγή: http://www.romfea.gr/component/content/article/26-2009-12-18-08-38-40/5479-2010-07-31-12-25-07

Δεν υπάρχουν σχόλια: